- καβαλιέρος
- ο (Μ καβαλιέρος)νεοελλ.συνοδός γυναίκας, ιδίως σε χορό, συγχορευτήςμσν.ιππέας ακόλουθος, ιππότης, ευγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavaliere «ιππέας, ιππότης» < λατ. caballarius «ιππέας». Η λ. με τη μσν. σημ. «ιππέας ακόλουθος» κατέληξε να δηλώνει στη Νέα Ελληνική γενικά τον συνοδό γυναίκας].
Dictionary of Greek. 2013.